Translation meaning & definition of the word "id" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εντός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Id
[Στερεοτυπία]/ɪd/
noun
1. A state in the rocky mountains
- synonym:
- Idaho ,
- Gem State ,
- ID
1. Μια πολιτεία στα βραχώδη όρη
- συνώνυμο:
- Αϊντάχο ,
- Πολιτεία Γεμ ,
- Ταυτότητα
2. A card or badge used to identify the bearer
- "You had to show your id in order to get in"
- synonym:
- ID ,
- I.D.
2. Μια κάρτα ή ένα σήμα που χρησιμοποιείται για την αναγνώριση του κομιστή
- "Έπρεπε να δείξεις την ταυτότητά σου για να μπεις"
- συνώνυμο:
- Ταυτότητα ,
- Ι.Δ.
3. (psychoanalysis) primitive instincts and energies underlying all psychic activity
- synonym:
- id
3. (ψυχανάλυση) πρωτόγονα ένστικτα και ενέργειες που διέπουν όλη την ψυχική δραστηριότητα
- συνώνυμο:
- τι