Translation meaning & definition of the word "icily" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "οικογένεια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Icily
[Ικανοποιητικά]/aɪsɪli/
adverb
1. In a cold and icy manner
- "`mr. powell finds it easier to take it out of mothers, children and sick people than to take on this vast industry,' mr brown commented icily"
- synonym:
- icily
1. Με κρύο και παγωμένο τρόπο
- "Η κ. πάουελ βρίσκει ευκολότερο να το πάρει από μητέρες, παιδιά και άρρωστους από το να αναλάβει αυτή την τεράστια βιομηχανία"
- συνώνυμο:
- παγωμένα