Translation meaning & definition of the word "hysterical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υστερική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hysterical
[Υστερικόσ]/hɪstɛrɪkəl/
adjective
1. Characterized by or arising from psychoneurotic hysteria
- "During hysterical conditions various functions of the human body are disordered"- morris fishbein
- "Hysterical amnesia"
- synonym:
- hysteric ,
- hysterical
1. Χαρακτηρίζεται από ή προκύπτει από ψυχονευρωτική υστερία
- "Κατά τη διάρκεια των υστερικών συνθηκών διάφορες λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος είναι διαταραγμένες" - μόρις φίσμπεϊν
- "Υστερική αμνησία"
- συνώνυμο:
- υστερικό ,
- υστερικόσ
2. Marked by excessive or uncontrollable emotion
- "Hysterical laughter"
- "A mob of hysterical vigilantes"
- synonym:
- hysterical
2. Χαρακτηρίζεται από υπερβολικό ή ανεξέλεγκτο συναίσθημα
- "Υστερικό γέλιο"
- "Ένας όχλος υστερικών αγρυπνών"
- συνώνυμο:
- υστερικόσ