Translation meaning & definition of the word "hysteria" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υστερία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hysteria
[Υστερία]/hɪstɛriə/
noun
1. State of violent mental agitation
- synonym:
- craze ,
- delirium ,
- frenzy ,
- fury ,
- hysteria
1. Κατάσταση βίαιης ψυχικής αναταραχής
- συνώνυμο:
- τρέλα ,
- παραλήρημα ,
- φρενίτιδα ,
- οργή ,
- υστερία
2. Excessive or uncontrollable fear
- synonym:
- hysteria
2. Υπερβολικός ή ανεξέλεγκτος φόβος
- συνώνυμο:
- υστερία
3. Neurotic disorder characterized by violent emotional outbreaks and disturbances of sensory and motor functions
- synonym:
- hysteria ,
- hysterical neurosis
3. Νευρωτική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από βίαιες συναισθηματικές εξάρσεις και διαταραχές των αισθητηριακών και κινητικών λειτουργιών
- συνώνυμο:
- υστερία ,
- υστερική νεύρωση