Translation meaning & definition of the word "hypocritical" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποκριτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hypocritical
[Υποκριτικόσ]/hɪpəkrɪtɪkəl/
adjective
1. Professing feelings or virtues one does not have
- "Hypocritical praise"
- synonym:
- hypocritical
1. Παραδέχονται συναισθήματα ή αρετές που δεν έχει κανείς
- "Υποκριτικός έπαινος"
- συνώνυμο:
- υποκριτικόσ
Examples of using
Tom is hypocritical.
Ο Τομ είναι υποκριτής.
Tom is hypocritical.
Ο Τομ είναι υποκριτής.