Translation meaning & definition of the word "hypocrisy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υποκρισία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hypocrisy
[Υποκρισία]/hɪpɑkrəsi/
noun
1. An expression of agreement that is not supported by real conviction
- synonym:
- hypocrisy ,
- lip service
1. Μια έκφραση συμφωνίας που δεν υποστηρίζεται από πραγματική πεποίθηση
- συνώνυμο:
- υποκρισία ,
- υπηρεσία χειλιών
2. Insincerity by virtue of pretending to have qualities or beliefs that you do not really have
- synonym:
- hypocrisy
2. Ανειλικρίνεια λόγω του ότι προσποιείστε ότι έχετε ιδιότητες ή πεποιθήσεις που δεν έχετε πραγματικά
- συνώνυμο:
- υποκρισία