Translation meaning & definition of the word "hyena" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ύενα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hyena
[Ύαινα]/haɪinə/
noun
1. Doglike nocturnal mammal of africa and southern asia that feeds chiefly on carrion
- synonym:
- hyena ,
- hyaena
1. Σκυλοειδές νυχτερινό θηλαστικό της αφρικής και της νότιας ασίας που τρέφεται κυρίως με καρριόνι
- συνώνυμο:
- ύαινα