Translation meaning & definition of the word "hydrogen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υδρογόνο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hydrogen
[Υδρογόνο]/haɪdrəʤən/
noun
1. A nonmetallic univalent element that is normally a colorless and odorless highly flammable diatomic gas
- The simplest and lightest and most abundant element in the universe
- synonym:
- hydrogen ,
- H ,
- atomic number 1
1. Ένα μη μεταλλικό μονοϊσοειδές στοιχείο που είναι συνήθως ένα άχρωμο και άοσμο πολύ εύφλεκτο διατομικό αέριο
- Το απλούστερο και ελαφρύτερο και πιο άφθονο στοιχείο στο σύμπαν
- συνώνυμο:
- υδρογόνο ,
- Χ ,
- ατομικός αριθμός 1
Examples of using
Jupiter is a planet principally composed of hydrogen and helium.
Ο Δίας είναι ένας πλανήτης που αποτελείται κυρίως από υδρογόνο και ήλιο.
Water comprises of oxygen and hydrogen.
Το νερό περιλαμβάνει οξυγόνο και υδρογόνο.
A molecule of water is made up of one oxygen and two hydrogen atoms.
Ένα μόριο νερού αποτελείται από ένα οξυγόνο και δύο άτομα υδρογόνου.