Translation meaning & definition of the word "hydraulic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υδραυλικός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hydraulic
[Υδραυλικός]/haɪdrɔlɪk/
adjective
1. Moved or operated or effected by liquid (water or oil)
- "Hydraulic erosion"
- "Hydraulic brakes"
- synonym:
- hydraulic
1. Μετακινημένος ή χειρουργημένος ή πραγματοποιημένος από το υγρό (νόβερο ή το λάδι)
- "Υδραυλική διάβρωση"
- "Υδραυλικά φρένα"
- συνώνυμο:
- υδραυλικός
2. Of or relating to the study of hydraulics
- "Hydraulic engineer"
- synonym:
- hydraulic
2. Από ή σχετίζονται με τη μελέτη της υδραυλικής
- "Υδραυλικός μηχανικός"
- συνώνυμο:
- υδραυλικός