Translation meaning & definition of the word "hydrant" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "υδατάνθρωπος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hydrant
[Υδροφόροσ]/haɪdrənt/
noun
1. A faucet for drawing water from a pipe or cask
- synonym:
- water faucet ,
- water tap ,
- tap ,
- hydrant
1. Μια βρύση για την κατάρτιση του νερού από ένα σωλήνα ή φιάλη
- συνώνυμο:
- βρύση νερού ,
- πατήστε ,
- υδροφόροσ
2. A discharge pipe with a valve and spout at which water may be drawn from the mains of waterworks
- synonym:
- hydrant
2. Ένας σωλήνας απαλλαγής με μια βαλβίδα και ένα στόμιο στο οποίο το νερό μπορεί να αντληθεί από το δίκτυο των υδάτινων έργων
- συνώνυμο:
- υδροφόροσ