Translation meaning & definition of the word "hyacinth" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υάκινθος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hyacinth
[Υάκινθος]/haɪəsɪnθ/
noun
1. A red transparent variety of zircon used as a gemstone
- synonym:
- hyacinth ,
- jacinth
1. Μια κόκκινη διαφανής ποικιλία από ζιργκόν που χρησιμοποιείται ως πολύτιμος λίθος
- συνώνυμο:
- υάκινθος ,
- ιακίνη
2. Any of numerous bulbous perennial herbs
- synonym:
- hyacinth
2. Οποιοδήποτε από τα πολυάριθμα βολβώδη πολυετή βότανα
- συνώνυμο:
- υάκινθος