Translation meaning & definition of the word "hutch" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ολλανδία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hutch
[Χαλκ]/həʧ/
noun
1. A cage (usually made of wood and wire mesh) for small animals
- synonym:
- hutch
1. Ένα κλουβί (συνήθως κατασκευασμένο από ξύλο και συρματόπλεγμα) για μικρά ζώα
- συνώνυμο:
- αποστολή
2. Small crude shelter used as a dwelling
- synonym:
- hovel ,
- hut ,
- hutch ,
- shack ,
- shanty
2. Μικρό ακατέργαστο καταφύγιο που χρησιμοποιείται ως κατοικία
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- καλύβα ,
- αποστολή ,
- αποτυχία ,
- παραφυλακτικόσ