Translation meaning & definition of the word "hut" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καλύβα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hut
[Καλύβα]/hət/
noun
1. Temporary military shelter
- synonym:
- hut ,
- army hut ,
- field hut
1. Προσωρινό στρατιωτικό καταφύγιο
- συνώνυμο:
- καλύβα ,
- στρατιωτική καλύβα
2. Small crude shelter used as a dwelling
- synonym:
- hovel ,
- hut ,
- hutch ,
- shack ,
- shanty
2. Μικρό ακατέργαστο καταφύγιο που χρησιμοποιείται ως κατοικία
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- καλύβα ,
- αποστολή ,
- αποτυχία ,
- παραφυλακτικόσ
Examples of using
In own hut – there's own truth, own power, own will.
Στην καλύβα του – υπάρχει η δική του αλήθεια, η δική του δύναμη, η δική του θέληση.
There lives an old man in the hut by the lake.
Εκεί ζει ένας γέρος στην καλύβα δίπλα στη λίμνη.
The hermit lived in a wooden hut.
Ο ερημίτης ζούσε σε μια ξύλινη καλύβα.