Translation meaning & definition of the word "hustler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "παιδί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hustler
[Στραβοπάλησ]/həsələr/
noun
1. A prostitute who attracts customers by walking the streets
- synonym:
- streetwalker ,
- street girl ,
- hooker ,
- hustler ,
- floozy ,
- floozie ,
- slattern
1. Μια πόρνη που προσελκύει πελάτες περπατώντας στους δρόμους
- συνώνυμο:
- περιπατητής ,
- κορίτσι του δρόμου ,
- πόρνη ,
- αποπνικτικόσ ,
- ανθισμένοσ ,
- φλουζί ,
- σκωρία
2. A shrewd or unscrupulous person who knows how to circumvent difficulties
- synonym:
- hustler ,
- wheeler dealer ,
- operator
2. Ένας έξυπνος ή αδίστακτος άνθρωπος που ξέρει πώς να παρακάμψει τις δυσκολίες
- συνώνυμο:
- αποπνικτικόσ ,
- τροχοφόρος έμπορος ,
- χειριστής