Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "hustle" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φασαρία" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Hustle

[Σκότω]
/həsəl/

noun

1. A swindle in which you cheat at gambling or persuade a person to buy worthless property

    synonym:
  • bunco
  • ,
  • bunco game
  • ,
  • bunko
  • ,
  • bunko game
  • ,
  • con
  • ,
  • confidence trick
  • ,
  • confidence game
  • ,
  • con game
  • ,
  • gyp
  • ,
  • hustle
  • ,
  • sting
  • ,
  • flimflam

1. Ένας κύκλος στον οποίο απατάτε στα τυχερά παιχνίδια ή πείθετε ένα άτομο να αγοράσει άχρηστη ιδιοκτησία

    συνώνυμο:
  • λαγουδάκι
  • ,
  • παιχνίδι λαγουδάκι
  • ,
  • κουκουά
  • ,
  • παιχνίδι κουκέτα
  • ,
  • κουκουνάρι
  • ,
  • κόλπο εμπιστοσύνης
  • ,
  • παιχνίδι εμπιστοσύνης
  • ,
  • παιχνίδι
  • ,
  • τσιγγάνος
  • ,
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • τσίμπημα
  • ,
  • φλιφλάμα

2. A rapid active commotion

    synonym:
  • bustle
  • ,
  • hustle
  • ,
  • flurry
  • ,
  • ado
  • ,
  • fuss
  • ,
  • stir

2. Μια ταχεία ενεργή αναταραχή

    συνώνυμο:
  • φασαρία
  • ,
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • αναβλύζω
  • ,
  • αντο
  • ,
  • φάουσ
  • ,
  • ανακατεύω

verb

1. Cause to move furtively and hurriedly

  • "The secret service agents hustled the speaker out of the amphitheater"
    synonym:
  • hustle

1. Αιτία να κινηθεί για πολύ και βιαστικά

  • "Οι μυστικοί πράκτορες εξυπηρέτησης απομάκρυναν τον ομιλητή από το αμφιθέατρο"
    συνώνυμο:
  • παραπονιέμαι

2. Move or cause to move energetically or busily

  • "The cheerleaders bustled about excitingly before their performance"
    synonym:
  • bustle
  • ,
  • bustle about
  • ,
  • hustle

2. Μετακίνηση ή αιτία να κινηθεί ενεργητικά ή πολυάσχολα

  • "Οι μαζορέτες γεμάτοι συναρπαστικά πριν από την απόδοσή τους"
    συνώνυμο:
  • φασαρία
  • ,
  • παραπονιέμαι

3. Sell something to or obtain something from by energetic and especially underhanded activity

    synonym:
  • hustle
  • ,
  • pluck
  • ,
  • roll

3. Πουλήστε κάτι ή αποκτήστε κάτι από ενεργητική και ιδιαίτερα ανεξάρτητη δραστηριότητα

    συνώνυμο:
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • τρίβω
  • ,
  • ρολό

4. Get by trying hard

  • "She hustled a free lunch from the waiter"
    synonym:
  • hustle

4. Προσπαθήστε σκληρά

  • "Έβαλε ένα δωρεάν γεύμα από τον σερβιτόρο"
    συνώνυμο:
  • παραπονιέμαι

5. Pressure or urge someone into an action

    synonym:
  • hustle

5. Πιέστε ή παροτρύνετε κάποιον να προχωρήσει σε δράση

    συνώνυμο:
  • παραπονιέμαι