Translation meaning & definition of the word "husky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ουσκιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Husky
[Χάσκων]/həski/
noun
1. Breed of heavy-coated arctic sled dog
- synonym:
- Eskimo dog ,
- husky
1. Φυλή βαρέως επικαλυμμένου σκυλιού έλκηθρου της αρκτικής
- συνώνυμο:
- Σκύλος Εσκιμώος ,
- χουσεΐνη
adjective
1. Muscular and heavily built
- "A beefy wrestler"
- "Had a tall burly frame"
- "Clothing sizes for husky boys"
- "A strapping boy of eighteen"
- "`buirdly' is a scottish term"
- synonym:
- beefy ,
- burly ,
- husky ,
- strapping ,
- buirdly
1. Μυώδης και βαριά χτισμένος
- "Ένας παλαιστής βόειος"
- "Έχω ένα ψηλό πλαίσιο"
- "Μεγέθη ένδυσης για αγόρια με φλοιό"
- "Ένα αγόρι δεμένο των δεκαοκτώ"
- "Πουθενά είναι ένας σκωτσέζος όρος"
- συνώνυμο:
- βόειο ,
- ανατριχιαστικός ,
- χουσεΐνη ,
- ταλάντευση ,
- πολυτάραχα
2. Deep and harsh sounding as if from shouting or illness or emotion
- "Gruff voices"
- "The dog's gruff barking"
- "Hoarse cries"
- "Makes all the instruments sound powerful but husky"- virgil thomson
- synonym:
- gruff ,
- hoarse ,
- husky
2. Βαθιά και σκληρά ακούγονται σαν από φωνές ή ασθένεια ή συναίσθημα
- "Πιτυχημένες φωνές"
- "Το γάβγισμα του σκύλου"
- "Αραιές κραυγές"
- "Κάνει όλα τα όργανα να ακούγονται δυνατά αλλά χοντρά" - βιρτζίλ τόμσον
- συνώνυμο:
- τραχύσ ,
- βραχνός ,
- χουσεΐνη
Examples of using
My dog is an Alaskan malamute, not a husky.
Ο σκύλος μου είναι ένα αδιαθεσία από την Αλάσκα, όχι ένας χοντρός.