Translation meaning & definition of the word "husk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λυκό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Husk
[Χασκ]/həsk/
noun
1. Material consisting of seed coverings and small pieces of stem or leaves that have been separated from the seeds
- synonym:
- chaff ,
- husk ,
- shuck ,
- stalk ,
- straw ,
- stubble
1. Υλικό που αποτελείται από καλύμματα σπόρων και μικρά κομμάτια στελέχους ή φύλλα που έχουν διαχωριστεί από τους σπόρους
- συνώνυμο:
- τσαλαπάτη ,
- φλοιός ,
- αποφεύγω ,
- παλαίω ,
- άχυρο ,
- παραπαίουσα
2. Outer membranous covering of some fruits or seeds
- synonym:
- husk
2. Εξωτερικό μεμβρανώδες κάλυμμα ορισμένων φρούτων ή σπόρων
- συνώνυμο:
- φλοιός
verb
1. Remove the husks from
- "Husk corn"
- synonym:
- husk ,
- shell
1. Αφαιρέστε τα φλοιό από
- "Καλαμπόκι"
- συνώνυμο:
- φλοιός ,
- κέλυφος