Translation meaning & definition of the word "hurting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τρυπώντας" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hurting
[Συντρίβω]/hərtɪŋ/
noun
1. A symptom of some physical hurt or disorder
- "The patient developed severe pain and distension"
- synonym:
- pain ,
- hurting
1. Ένα σύμπτωμα κάποιας σωματικής βλάβης ή διαταραχής
- "Ο ασθενής ανέπτυξε έντονο πόνο και διάταση"
- συνώνυμο:
- πόνος ,
- πληγώνει
Examples of using
I'm not hurting your animals.
Δεν πληγώνω τα ζώα σου.
Then Robert woke up again, and all of his limbs were hurting.
Τότε ο Ρόμπερτ ξύπνησε και πάλι, και όλα τα άκρα του πονούσαν.
You're hurting me.
Με πληγώνεις.