Translation meaning & definition of the word "hurtful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επίπονο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hurtful
[Σκληρόσ]/hərtfəl/
adjective
1. Causing hurt
- "Her hurtful unconsidered words"
- synonym:
- hurtful
1. Προκαλώντασ πληγή
- "Οι πληγωμένες ανεξέλεγκτες λέξεις"
- συνώνυμο:
- επιβλαβής
2. Harmful to living things
- "Deleterious chemical additives"
- synonym:
- deleterious ,
- hurtful ,
- injurious
2. Επιβλαβές για τα ζωντανά πράγματα
- "Δανεικά χημικά πρόσθετα"
- συνώνυμο:
- επιβλαβήσ ,
- επιβλαβής
Examples of using
Sentences bring context to the words. Sentences have personalities. They can be funny, smart, silly, insightful, touching, hurtful.
Οι προτάσεις φέρνουν το πλαίσιο στις λέξεις. Οι καταδίκες έχουν προσωπικότητες. Μπορούν να είναι αστεία, έξυπνα, ανόητα, διορατικά, συγκινητικά, επώδυνα.