Translation meaning & definition of the word "hurt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χτύπημα" στην ελληνική γλώσσα
Hurt
[Χαρτ]noun
1. Any physical damage to the body caused by violence or accident or fracture etc.
- synonym:
- injury ,
- hurt ,
- harm ,
- trauma
1. Οποιαδήποτε σωματική βλάβη στο σώμα που προκαλείται από βία ή ατύχημα ή κάταγμα κ.λπ.
- συνώνυμο:
- τραυματισμός ,
- πληγώνω ,
- βλάβη ,
- τραύμα
2. Psychological suffering
- "The death of his wife caused him great distress"
- synonym:
- distress ,
- hurt ,
- suffering
2. Ψυχολογικός πόνος
- "Ο θάνατος της συζύγου του τον προκάλεσε μεγάλη αγωνία"
- συνώνυμο:
- δυσφορία ,
- πληγώνω ,
- πόνος
3. Feelings of mental or physical pain
- synonym:
- suffering ,
- hurt
3. Αισθήματα ψυχικού ή σωματικού πόνου
- συνώνυμο:
- πόνος ,
- πληγώνω
4. A damage or loss
- synonym:
- detriment ,
- hurt
4. Ζημιά ή απώλεια
- συνώνυμο:
- εις βάρος ,
- πληγώνω
5. The act of damaging something or someone
- synonym:
- damage ,
- harm ,
- hurt ,
- scathe
5. Η πράξη της βλάβης κάποιου ή κάτι
- συνώνυμο:
- ζημιά ,
- βλάβη ,
- πληγώνω ,
- σκατ
verb
1. Be the source of pain
- synonym:
- ache ,
- smart ,
- hurt
1. Γίνε η πηγή του πόνου
- συνώνυμο:
- πόνος ,
- έξυπνος ,
- πληγώνω
2. Give trouble or pain to
- "This exercise will hurt your back"
- synonym:
- hurt
2. Προκαλέστε πρόβλημα ή πόνο
- "Αυτή η άσκηση θα βλάψει την πλάτη σας"
- συνώνυμο:
- πληγώνω
3. Cause emotional anguish or make miserable
- "It pains me to see my children not being taught well in school"
- synonym:
- pain ,
- anguish ,
- hurt
3. Προκαλέστε συναισθηματική αγωνία ή κάντε δυστυχισμένο
- "Με πονάει να βλέπω τα παιδιά μου να μην διδάσκονται καλά στο σχολείο"
- συνώνυμο:
- πόνος ,
- αγωνία ,
- πληγώνω
4. Cause damage or affect negatively
- "Our business was hurt by the new competition"
- synonym:
- hurt ,
- injure
4. Προκαλέστε βλάβη ή επηρεάστε αρνητικά
- "Η επιχείρησή μας τραυματίστηκε από τον νέο ανταγωνισμό"
- συνώνυμο:
- πληγώνω ,
- τραυματίζω
5. Hurt the feelings of
- "She hurt me when she did not include me among her guests"
- "This remark really bruised my ego"
- synonym:
- hurt ,
- wound ,
- injure ,
- bruise ,
- offend ,
- spite
5. Πληγώνει τα συναισθήματα του
- "Με πλήγωσε όταν δεν με συμπεριέλαβε μεταξύ των καλεσμένων της"
- "Αυτή η παρατήρηση πραγματικά μελάνιασε το εγώ μου"
- συνώνυμο:
- πληγώνω ,
- πληγή ,
- τραυματίζω ,
- μώλωπεσ ,
- προσβάλλω ,
- παραφράζω
6. Feel physical pain
- "Were you hurting after the accident?"
- synonym:
- hurt ,
- ache ,
- suffer
6. Αισθάνομαι σωματικό πόνο
- "Πονάς μετά το ατύχημα?"
- συνώνυμο:
- πληγώνω ,
- πόνος ,
- υποφέρω
7. Feel pain or be in pain
- synonym:
- suffer ,
- hurt
7. Νιώστε πόνο ή πονάτε
- συνώνυμο:
- υποφέρω ,
- πληγώνω
adjective
1. Suffering from physical injury especially that suffered in battle
- "Nursing his wounded arm"
- "Ambulances...for the hurt men and women"
- synonym:
- hurt ,
- wounded
1. Πάσχουν από σωματική βλάβη, ειδικά αυτή που υπέφερε στη μάχη
- "Φέρνοντας το πληγωμένο χέρι"
- "Ασθενείς.για τους τραυματίες άνδρες και γυναίκες"
- συνώνυμο:
- πληγώνω ,
- τραυματισμένος
2. Damaged inanimate objects or their value
- synonym:
- hurt ,
- weakened
2. Κατεστραμμένα άψυχα αντικείμενα ή η αξία τους
- συνώνυμο:
- πληγώνω ,
- αποδυναμωμένος