Translation meaning & definition of the word "hurling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κοπή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hurling
[Συντρίβω]/hərlɪŋ/
noun
1. A traditional irish game resembling hockey
- Played by two teams of 15 players each
- synonym:
- hurling
1. Ένα παραδοσιακό ιρλανδικό παιχνίδι που μοιάζει με χόκεϊ
- Παίζεται από δύο ομάδες των 15 παικτών ο καθένας
- συνώνυμο:
- εκσφενδονίζω