Translation meaning & definition of the word "hurl" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κουρλ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hurl
[Συντρίβω]/hərl/
noun
1. A violent throw
- synonym:
- hurl ,
- cast
1. Μια βίαιη ρίψη
- συνώνυμο:
- βιάζω ,
- κατασκευάζω
verb
1. Throw forcefully
- synonym:
- hurl ,
- hurtle ,
- cast
1. Ρίξτε δυναμικά
- συνώνυμο:
- βιάζω ,
- βομβαρδίζω ,
- κατασκευάζω
2. Make a thrusting forward movement
- synonym:
- lunge ,
- hurl ,
- hurtle ,
- thrust
2. Κάντε μια προωθητική κίνηση
- συνώνυμο:
- παραφυάδα ,
- βιάζω ,
- βομβαρδίζω ,
- ώθηση
3. Utter with force
- Utter vehemently
- "Hurl insults"
- "Throw accusations at someone"
- synonym:
- hurl ,
- throw
3. Περιφρονώ με δύναμη
- Αποφασιστικά
- "Προσβολές"
- "Δώστε κατηγορίες σε κάποιον"
- συνώνυμο:
- βιάζω ,
- ρίχνω