Translation meaning & definition of the word "hurdle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμπόδιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hurdle
[Εμπόδιο]/hərdəl/
noun
1. A light movable barrier that competitors must leap over in certain races
- synonym:
- hurdle
1. Ένα ελαφρύ κινητό φράγμα που οι ανταγωνιστές πρέπει να πηδούν πάνω σε ορισμένες φυλές
- συνώνυμο:
- εμπόδιο
2. An obstacle that you are expected to overcome
- "The last hurdle before graduation"
- synonym:
- hurdle
2. Ένα εμπόδιο που αναμένεται να ξεπεράσει
- "Το τελευταίο εμπόδιο πριν από την αποφοίτηση"
- συνώνυμο:
- εμπόδιο
3. The act of jumping over an obstacle
- synonym:
- vault ,
- hurdle
3. Η πράξη του πηδαλίου πάνω από ένα εμπόδιο
- συνώνυμο:
- θειάφι ,
- εμπόδιο
verb
1. Jump a hurdle
- synonym:
- hurdle
1. Πηδώ
- συνώνυμο:
- εμπόδιο