Translation meaning & definition of the word "hunting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυνήγι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hunting
[Κυνήγι]/həntɪŋ/
noun
1. The pursuit and killing or capture of wild animals regarded as a sport
- synonym:
- hunt ,
- hunting
1. Η επιδίωξη και η θανάτωση ή η σύλληψη άγριων ζώων που θεωρούνται άθλημα
- συνώνυμο:
- κυνήγι
2. The activity of looking thoroughly in order to find something or someone
- synonym:
- search ,
- hunt ,
- hunting
2. Η δραστηριότητα του να ψάχνετε καλά για να βρείτε κάτι ή κάποιον
- συνώνυμο:
- αναζήτηση ,
- κυνήγι
3. The work of finding and killing or capturing animals for food or pelts
- synonym:
- hunt ,
- hunting
3. Το έργο της εύρεσης και της θανάτωσης ή της συλλογής ζώων για τρόφιμα ή λεκάνες
- συνώνυμο:
- κυνήγι
Examples of using
They were hunting for bodies among the ruins.
Κυνηγούσαν πτώματα ανάμεσα στα ερείπια.
Tom was killed in a hunting accident.
Ο Τομ σκοτώθηκε σε κυνηγετικό ατύχημα.
My aunt thinks it's too early to go bargain hunting.
Η θεία μου νομίζει ότι είναι πολύ νωρίς για να πάει κυνήγι.