Translation meaning & definition of the word "hunt" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κυνήγι" στην ελληνική γλώσσα
Hunt
[Κυνήγι]noun
1. Englishman and pre-raphaelite painter (1827-1910)
- synonym:
- Hunt ,
- Holman Hunt ,
- William Holman Hunt
1. Άγγλος και προ-ραφαηλίτης ζωγράφος (1827-1910)
- συνώνυμο:
- Κυνήγι ,
- Χόλμαν Χαντ ,
- Γουίλιαμ Χόλμαν Χαντ
2. United states architect (1827-1895)
- synonym:
- Hunt ,
- Richard Morris Hunt
2. Αρχιτέκτων των ηνωμένων πολιτειών (1827-1895)
- συνώνυμο:
- Κυνήγι ,
- Ρίτσαρντ Μόρις Χαντ
3. British writer who defended the romanticism of keats and shelley (1784-1859)
- synonym:
- Hunt ,
- Leigh Hunt ,
- James Henry Leigh Hunt
3. Βρετανός συγγραφέας που υπερασπίστηκε τον ρομαντισμό των κητών και του σέλλεϋ (1784-1859)
- συνώνυμο:
- Κυνήγι ,
- Λι Χαντ ,
- Τζέιμς Χένρι Λι Χαντ
4. An association of huntsmen who hunt for sport
- synonym:
- hunt ,
- hunt club
4. Μια ένωση κυνηγών που κυνηγούν τον αθλητισμό
- συνώνυμο:
- κυνήγι ,
- κυνηγετικό κλαμπ
5. An instance of searching for something
- "The hunt for submarines"
- synonym:
- hunt
5. Μια περίπτωση αναζήτησης για κάτι
- "Το κυνήγι των υποβρυχίων"
- συνώνυμο:
- κυνήγι
6. The activity of looking thoroughly in order to find something or someone
- synonym:
- search ,
- hunt ,
- hunting
6. Η δραστηριότητα του να ψάχνετε καλά για να βρείτε κάτι ή κάποιον
- συνώνυμο:
- αναζήτηση ,
- κυνήγι
7. The work of finding and killing or capturing animals for food or pelts
- synonym:
- hunt ,
- hunting
7. Το έργο της εύρεσης και της θανάτωσης ή της συλλογής ζώων για τρόφιμα ή λεκάνες
- συνώνυμο:
- κυνήγι
8. The pursuit and killing or capture of wild animals regarded as a sport
- synonym:
- hunt ,
- hunting
8. Η επιδίωξη και η θανάτωση ή η σύλληψη άγριων ζώων που θεωρούνται άθλημα
- συνώνυμο:
- κυνήγι
verb
1. Pursue for food or sport (as of wild animals)
- "Goering often hunted wild boars in poland"
- "The dogs are running deer"
- "The duke hunted in these woods"
- synonym:
- hunt ,
- run ,
- hunt down ,
- track down
1. Ακολουθήστε για φαγητό ή αθλητισμό (α άγριων ζώων)
- "Συχνά κυνηγούσαν αγριογούρουνα στην πολωνία"
- "Τα σκυλιά τρέχουν ελάφια"
- "Ο δούκας κυνηγούσε σε αυτά τα δάση"
- συνώνυμο:
- κυνήγι ,
- τρέχω ,
- κυνηγώ ,
- εντοπίζω
2. Pursue or chase relentlessly
- "The hunters traced the deer into the woods"
- "The detectives hounded the suspect until they found him"
- synonym:
- hound ,
- hunt ,
- trace
2. Κυνηγήστε ή κυνηγήστε αμείλικτα
- "Οι κυνηγοί εντόπισαν τα ελάφια στο δάσος"
- "Οι ντετέκτιβ κυνήγησαν τον ύποπτο μέχρι που τον βρήκαν"
- συνώνυμο:
- κυνηγόσκυλο ,
- κυνήγι ,
- ίχνος
3. Chase away, with as with force
- "They hunted the unwanted immigrants out of the neighborhood"
- synonym:
- hunt
3. Κυνηγήστε μακριά, όπως με τη δύναμη
- "Κυνηγούσαν τους ανεπιθύμητους μετανάστες από τη γειτονιά"
- συνώνυμο:
- κυνήγι
4. Yaw back and forth about a flight path
- "The plane's nose yawed"
- synonym:
- hunt
4. Είδαμε μπρος-πίσω για μια διαδρομή πτήσης
- "Η μύτη του αεροπλάνου είχε φωνάξει"
- συνώνυμο:
- κυνήγι
5. Oscillate about a desired speed, position, or state to an undesirable extent
- "The oscillator hunts about the correct frequency"
- synonym:
- hunt
5. Ταλαντώστε περίπου την επιθυμητή ταχύτητα, θέση ή κατάσταση σε ανεπιθύμητο βαθμό
- "Ο ταλαντωτής κυνηγά για τη σωστή συχνότητα"
- συνώνυμο:
- κυνήγι
6. Seek, search for
- "She hunted for her reading glasses but was unable to locate them"
- synonym:
- hunt
6. Αναζήτηση, αναζήτηση
- "Κυνηγούσε τα γυαλιά της ανάγνωσης, αλλά δεν μπορούσε να τα εντοπίσει"
- συνώνυμο:
- κυνήγι
7. Search (an area) for prey
- "The king used to hunt these forests"
- synonym:
- hunt
7. Αναζήτηση (ανή περιοχή) για θήραμα
- "Ο βασιλιάς συνήθιζε να κυνηγάει αυτά τα δάση"
- συνώνυμο:
- κυνήγι