Translation meaning & definition of the word "hunk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκουπίδια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hunk
[Σκουπίδια]/həŋk/
noun
1. A well-built sexually attractive man
- synonym:
- hunk
1. Ένας καλοφτιαγμένος σεξουαλικά ελκυστικός άνθρωπος
- συνώνυμο:
- χουνκ
2. A large piece of something without definite shape
- "A hunk of bread"
- "A lump of coal"
- synonym:
- hunk ,
- lump
2. Ένα μεγάλο κομμάτι από κάτι χωρίς συγκεκριμένο σχήμα
- "Ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί"
- "Ένα κομμάτι άνθρακα"
- συνώνυμο:
- χουνκ ,
- εξαπλώνω