Translation meaning & definition of the word "hunchback" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιστροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hunchback
[Καμπούρησ]/hənʧbæk/
noun
1. An abnormal backward curve to the vertebral column
- synonym:
- kyphosis ,
- humpback ,
- hunchback
1. Μια ανώμαλη οπίσθια καμπύλη στη σπονδυλική στήλη
- συνώνυμο:
- κύφωση ,
- αναταραχή ,
- παραλήρημα
2. A person whose back is hunched because of abnormal curvature of the upper spine
- synonym:
- humpback ,
- hunchback ,
- crookback
2. Ένα πρόσωπο του οποίου η πλάτη είναι κρυμμένη λόγω της ανώμαλης καμπυλότητας της άνω σπονδυλικής στήλης
- συνώνυμο:
- αναταραχή ,
- παραλήρημα ,
- απατεώνασ