Translation meaning & definition of the word "hunch" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "καμπούρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hunch
[Καμπούρα]/hənʧ/
noun
1. An impression that something might be the case
- "He had an intuition that something had gone wrong"
- synonym:
- intuition ,
- hunch ,
- suspicion
1. Εντύπωση ότι κάτι μπορεί να συμβαίνει
- "Είχε μια διαίσθηση ότι κάτι είχε πάει στραβά"
- συνώνυμο:
- διαίσθηση ,
- προαίσθημα ,
- υποψία
2. The act of bending yourself into a humped position
- synonym:
- hunch
2. Η πράξη του να λυγίσεις τον εαυτό σου σε μια καμπουριασμένη θέση
- συνώνυμο:
- προαίσθημα
verb
1. Round one's back by bending forward and drawing the shoulders forward
- synonym:
- hunch ,
- hump ,
- hunch forward ,
- hunch over
1. Γύρω από την πλάτη κάποιου σκύβοντας προς τα εμπρός και τραβώντας τους ώμους προς τα εμπρός
- συνώνυμο:
- προαίσθημα ,
- καμπούρα ,
- προαίσθημα εμπρός ,
- καμπουριάζω
Examples of using
I have a hunch boracasli is using a second account.
Έχω ένα προαίσθημα ότι ο μπορακάσλι χρησιμοποιεί έναν δεύτερο λογαριασμό.
I had a hunch something pleasant was going to happen.
Είχα ένα προαίσθημα ότι κάτι ευχάριστο θα συνέβαινε.