Translation meaning & definition of the word "humus" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ύμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Humus
[Χούμου]/hjuməs/
noun
1. Partially decomposed organic matter
- The organic component of soil
- synonym:
- humus
1. Μερικώς αποσυντεθειμένη οργανική ύλη
- Το οργανικό συστατικό του εδάφους
- συνώνυμο:
- χούμους
2. A thick spread made from mashed chickpeas, tahini, lemon juice and garlic
- Used especially as a dip for pita
- Originated in the middle east
- synonym:
- hummus ,
- humus ,
- hommos ,
- hoummos ,
- humous
2. Ένα παχύ άλειμμα από πουρέ ρεβιθιών, ταχίνι, χυμό λεμονιού και σκόρδο
- Χρησιμοποιείται ειδικά ως βουτιά για πίτα
- Προέρχεται από τη μέση ανατολή
- συνώνυμο:
- χούμουσ ,
- χούμους ,
- χόμοσ ,
- χουμό ,
- χουμ