Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "humour" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χιούμορ" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Humour

[Χιούμορ]
/hjumər/

noun

1. A characteristic (habitual or relatively temporary) state of feeling

  • "Whether he praised or cursed me depended on his temper at the time"
  • "He was in a bad humor"
    synonym:
  • temper
  • ,
  • mood
  • ,
  • humor
  • ,
  • humour

1. Ένα χαρακτηριστικό (συνήθης ή σχετικά προσωρινή) κατάσταση αίσθησης

  • "Είτε με επαίνεσε είτε με καταράστηκε εξαρτάται από την ψυχραιμία του εκείνη την εποχή"
  • "Είχε κακό χιούμορ"
    συνώνυμο:
  • ψυχραιμία
  • ,
  • διάθεση
  • ,
  • χιούμορ

2. A message whose ingenuity or verbal skill or incongruity has the power to evoke laughter

    synonym:
  • wit
  • ,
  • humor
  • ,
  • humour
  • ,
  • witticism
  • ,
  • wittiness

2. Ένα μήνυμα του οποίου η εφευρετικότητα ή η λεκτική ικανότητα ή η ασυμφωνία έχει τη δύναμη να προκαλέσει το γέλιο

    συνώνυμο:
  • πνεύμα
  • ,
  • χιούμορ
  • ,
  • πνευματικότητα

3. (middle ages) one of the four fluids in the body whose balance was believed to determine your emotional and physical state

  • "The humors are blood and phlegm and yellow and black bile"
    synonym:
  • humor
  • ,
  • humour

3. (μέσες ηλικίες) ένα από τα τέσσερα υγρά στο σώμα των οποίων η ισορροπία πιστεύεται ότι καθορίζει τη συναισθηματική και φυσική σας κατάσταση

  • "Οι χιουμοριστές είναι αίμα και φλέγμα και κίτρινη και μαύρη χολή"
    συνώνυμο:
  • χιούμορ

4. The liquid parts of the body

    synonym:
  • liquid body substance
  • ,
  • bodily fluid
  • ,
  • body fluid
  • ,
  • humor
  • ,
  • humour

4. Τα υγρά μέρη του σώματος

    συνώνυμο:
  • υγρή ουσία σώματος
  • ,
  • σωματικό υγρό
  • ,
  • υγρό σώματος
  • ,
  • χιούμορ

5. The quality of being funny

  • "I fail to see the humor in it"
    synonym:
  • humor
  • ,
  • humour

5. Η ποιότητα του να είσαι αστείος

  • "Δεν βλέπω το χιούμορ σε αυτό"
    συνώνυμο:
  • χιούμορ

6. The trait of appreciating (and being able to express) the humorous

  • "She didn't appreciate my humor"
  • "You can't survive in the army without a sense of humor"
    synonym:
  • humor
  • ,
  • humour
  • ,
  • sense of humor
  • ,
  • sense of humour

6. Το χαρακτηριστικό της εκτίμησης (και είναι σε θέση να εκφράσει) το χιουμοριστικό

  • "Δεν εκτίμησε το χιούμορ μου"
  • "Δεν μπορείτε να επιβιώσετε στο στρατό χωρίς αίσθηση του χιούμορ"
    συνώνυμο:
  • χιούμορ
  • ,
  • αίσθηση του χιούμορ

verb

1. Put into a good mood

    synonym:
  • humor
  • ,
  • humour

1. Βάλτε σε καλή διάθεση

    συνώνυμο:
  • χιούμορ

Examples of using

People with no humour are like meadows without flowers.
Οι άνθρωποι χωρίς χιούμορ είναι σαν λιβάδια χωρίς λουλούδια.
You don't understand British humour.
Δεν καταλαβαίνεις το βρετανικό χιούμορ.
She doesn't understand British humour.
Δεν καταλαβαίνει το βρετανικό χιούμορ.