Translation meaning & definition of the word "hummingbird" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πουλί" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hummingbird
[Πουλί]/həmɪŋbərd/
noun
1. Tiny american bird having brilliant iridescent plumage and long slender bills
- Wings are specialized for vibrating flight
- synonym:
- hummingbird
1. Μικροσκοπικό αμερικανικό πουλί που έχει λαμπρό ιριδίζον φτέρωμα και μακρύ λεπτό λογαριασμό
- Τα φτερά είναι εξειδικευμένα για τη δονούμενη πτήση
- συνώνυμο:
- κολιμπρί