Translation meaning & definition of the word "humming" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "χαμηλός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Humming
[Κολακεύω]/həmɪŋ/
noun
1. A humming noise
- "The hum of distant traffic"
- synonym:
- hum ,
- humming
1. Ένας θόρυβος
- "Το βουητό της μακρινής κυκλοφορίας"
- συνώνυμο:
- βουίζω
2. The act of singing with closed lips
- synonym:
- humming
2. Η πράξη του τραγουδιού με κλειστά χείλη
- συνώνυμο:
- βουίζω
Examples of using
Who's humming?
Ποιος βουίζει?
Someone's humming.
Κάποιος κουνάει.
Kyoko went away, humming a song.
Ο Κιόκο έφυγε, κουνώντας ένα τραγούδι.