Translation meaning & definition of the word "hummer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "χαμηλός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hummer
[Χιουμοριστικό]/həmər/
noun
1. A singer who produces a tune without opening the lips or forming words
- synonym:
- hummer
1. Ένας τραγουδιστής που παράγει μια μελωδία χωρίς να ανοίγει τα χείλη ή να σχηματίζει λέξεις
- συνώνυμο:
- βουητό
2. (baseball) a pitch thrown with maximum velocity
- "He swung late on the fastball"
- "He showed batters nothing but smoke"
- synonym:
- fastball ,
- heater ,
- smoke ,
- hummer ,
- bullet
2. (βασεμπολ) ένα γήπεδο που ρίχνεται με μέγιστη ταχύτητα
- "Ταλαντεύτηκε αργά στο ντάρτμπολ"
- "Δεν έδειξε τίποτα άλλο παρά καπνό"
- συνώνυμο:
- νταρκλ ,
- θερμαντήρας ,
- καπνός ,
- βουητό ,
- σφαίρα