Translation meaning & definition of the word "humility" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ευκινησία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Humility
[Ταπεινότητα]/hjumɪlɪti/
noun
1. A disposition to be humble
- A lack of false pride
- "Not everyone regards humility as a virtue"
- synonym:
- humility ,
- humbleness
1. Διάθεση να είσαι ταπεινός
- Η έλλειψη ψεύτικης υπερηφάνειας
- "Δεν θεωρούν όλοι την ταπεινότητα ως αρετή"
- συνώνυμο:
- ταπεινοφροσύνη ,
- ταπεινότητα
2. A humble feeling
- "He was filled with humility at the sight of the pope"
- synonym:
- humility ,
- humbleness
2. Ένα ταπεινό συναίσθημα
- "Είχε γεμίσει με ταπεινότητα στα μάτια του πάπα"
- συνώνυμο:
- ταπεινοφροσύνη ,
- ταπεινότητα
Examples of using
Without humility, courage is a dangerous game.
Χωρίς ταπεινότητα, το θάρρος είναι ένα επικίνδυνο παιχνίδι.
I pride myself on my humility.
Είμαι περήφανος για την ταπεινότητά μου.
Natural humility.
Φυσική ταπεινότητα.