Translation meaning & definition of the word "humiliation" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφύπνιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Humiliation
[Ταπείνωση]/hjumɪlieʃən/
noun
1. State of disgrace or loss of self-respect
- synonym:
- humiliation
1. Κατάσταση ντροπής ή απώλεια αυτοσεβασμού
- συνώνυμο:
- ταπείνωση
2. Strong feelings of embarrassment
- synonym:
- chagrin ,
- humiliation ,
- mortification
2. Έντονα συναισθήματα αμηχανίας
- συνώνυμο:
- τσαγκρίν ,
- ταπείνωση ,
- εξαπάτηση
3. An instance in which you are caused to lose your prestige or self-respect
- "He had to undergo one humiliation after another"
- synonym:
- humiliation ,
- mortification
3. Μια περίπτωση στην οποία προκαλείστε να χάσετε το κύρος ή τον αυτοσεβασμό σας
- "Έπρεπε να υποβληθεί στη μία ταπείνωση μετά την άλλη"
- συνώνυμο:
- ταπείνωση ,
- εξαπάτηση
4. Depriving one of self-esteem
- synonym:
- humiliation ,
- abasement
4. Στερώντας ένα από την αυτοεκτίμηση
- συνώνυμο:
- ταπείνωση ,
- παραίτηση
Examples of using
How can you bear such a humiliation?
Πώς μπορείτε να αντέξετε μια τέτοια ταπείνωση?