Translation meaning & definition of the word "humble" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τυφλός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Humble
[Ταπεινός]/həmbəl/
verb
1. Cause to be unpretentious
- "This experience will humble him"
- synonym:
- humble
1. Επιτέλους να είσαι ανεπιτήδευτος
- "Αυτή η εμπειρία θα τον ταπεινώσει"
- συνώνυμο:
- ταπεινός
2. Cause to feel shame
- Hurt the pride of
- "He humiliated his colleague by criticising him in front of the boss"
- synonym:
- humiliate ,
- mortify ,
- chagrin ,
- humble ,
- abase
2. Επειδή ντρέπεσαι
- Πληγώνω την υπερηφάνεια του
- "Ταπείνωσε τον συνάδελφό του επικρίνοντάς τον μπροστά από το αφεντικό"
- συνώνυμο:
- ταπεινώνω ,
- νεκρώ ,
- τσαγκρίν ,
- ταπεινός ,
- αφαιρώ
adjective
1. Low or inferior in station or quality
- "A humble cottage"
- "A lowly parish priest"
- "A modest man of the people"
- "Small beginnings"
- synonym:
- humble ,
- low ,
- lowly ,
- modest ,
- small
1. Χαμηλός ή κατώτερος στο σταθμό ή την ποιότητα
- "Ένα ταπεινό εξοχικό"
- "Ένας ταπεινός ιερέας"
- "Ένας μετριοπαθής άνθρωπος του λαού"
- "Μικρές αρχές"
- συνώνυμο:
- ταπεινός ,
- χαμηλός ,
- χαμηλά ,
- μέτριος ,
- μικρός
2. Marked by meekness or modesty
- Not arrogant or prideful
- "A humble apology"
- "Essentially humble...and self-effacing, he achieved the highest formal honors and distinctions"- b.k.malinowski
- synonym:
- humble
2. Σημαδεμένο από πραότητα ή σεμνότητα
- Όχι αλαζονική ή υπερήφανη
- "Μια ταπεινή συγγνώμη"
- "Ουσιαστικά ταπεινός.και αυτοπροσωπευόμενος, πέτυχε τις υψηλότερες επίσημες τιμές και διακρίσεις"- β.κ.μαλινόφσκι
- συνώνυμο:
- ταπεινός
3. Used of unskilled work (especially domestic work)
- synonym:
- humble ,
- menial ,
- lowly
3. Χρησιμοποιημένος της ανειδίκευτης εργασίας (ειδικά οικιακή εργασία)
- συνώνυμο:
- ταπεινός ,
- ανδρικός ,
- χαμηλά
4. Of low birth or station (`base' is archaic in this sense)
- "Baseborn wretches with dirty faces"
- "Of humble (or lowly) birth"
- synonym:
- base ,
- baseborn ,
- humble ,
- lowly
4. Της χαμηλής γέννησης ή του σταθμού (`βάση' είναι αρχαϊκή με αυτή την έννοια)
- "Βασικά γεννημένα κατσίκια με βρώμικα πρόσωπα"
- "Ταπεινή ( ή ταπεινή γέννηση"
- συνώνυμο:
- βάση ,
- βαστνόμενο ,
- ταπεινός ,
- χαμηλά
Examples of using
Tom is very humble.
Ο Τομ είναι πολύ ταπεινός.
I am just a humble teacher.
Είμαι απλά ένας ταπεινός δάσκαλος.