Translation meaning & definition of the word "humanitarian" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανθρωπιστική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Humanitarian
[Ανθρωπιστικόσ]/hjumænətɛriən/
noun
1. Someone devoted to the promotion of human welfare and to social reforms
- synonym:
- humanitarian ,
- do-gooder ,
- improver
1. Κάποιος αφιερωμένος στην προώθηση της ανθρώπινης ευημερίας και στις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις
- συνώνυμο:
- ανθρωπιστική ,
- παρακαλώ ,
- βελτιωτικόσ
2. An advocate of the principles of humanism
- Someone concerned with the interests and welfare of humans
- synonym:
- humanist ,
- humanitarian
2. Υποστηρικτής των αρχών του ανθρωπισμού
- Αυτός που ασχολείται με τα συμφέροντα και την ευημερία των ανθρώπων
- συνώνυμο:
- ανθρωπιστική
adjective
1. Marked by humanistic values and devotion to human welfare
- "A humane physician"
- "Released the prisoner for humanitarian reasons"
- "Respect and humanistic regard for all members of our species"
- synonym:
- human-centered ,
- human-centred ,
- humanist ,
- humanistic ,
- humanitarian
1. Χαρακτηρίζεται από ανθρωπιστικές αξίες και αφοσίωση στην ανθρώπινη ευημερία
- "Ανθρώπινος γιατρός"
- "Κυκλοφόρησε τον κρατούμενο για ανθρωπιστικούς λόγους"
- "Σεβασμός και ανθρωπιστική σεβασμός για όλα τα μέλη του είδους μας"
- συνώνυμο:
- ανθρωποκεντρικός ,
- ανθρωπιστική ,
- ανθρωπιστικόσ
2. Of or relating to or characteristic of humanitarianism
- "Humanitarian aid"
- synonym:
- humanitarian
2. Του ή σχετικά με ή χαρακτηριστικά του ανθρωπισμού
- "Ανθρωπιστική βοήθεια"
- συνώνυμο:
- ανθρωπιστική