Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "humanist" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανθρωπιστικό" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Humanist

[Ανθρωπιστική]
/hjumənɪst/

noun

1. A classical scholar or student of the liberal arts

    synonym:
  • humanist

1. Κλασικός λόγιος ή μαθητής των φιλελεύθερων τεχνών

    συνώνυμο:
  • ανθρωπιστική

2. An advocate of the principles of humanism

  • Someone concerned with the interests and welfare of humans
    synonym:
  • humanist
  • ,
  • humanitarian

2. Υποστηρικτής των αρχών του ανθρωπισμού

  • Αυτός που ασχολείται με τα συμφέροντα και την ευημερία των ανθρώπων
    συνώνυμο:
  • ανθρωπιστική

adjective

1. Of or pertaining to renaissance humanism

  • "The humanistic revival of learning"
    synonym:
  • humanistic
  • ,
  • humanist

1. Από ή σχετικά με τον αναγεννησιακό ανθρωπισμό

  • "Η ανθρωπιστική αναβίωση της μάθησης"
    συνώνυμο:
  • ανθρωπιστικόσ
  • ,
  • ανθρωπιστική

2. Of or pertaining to a philosophy asserting human dignity and man's capacity for fulfillment through reason and scientific method and often rejecting religion

  • "The humanist belief in continuous emergent evolution"- wendell thomas
    synonym:
  • humanist
  • ,
  • humanistic

2. Φιλοσοφία που διεκδικεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ικανότητα του ανθρώπου για εκπλήρωση μέσω λογικής και επιστημονικής μεθόδου

  • "Η ανθρωπιστική πίστη στη συνεχή αναδυόμενη εξέλιξη" - γουέντελ τόμας
    συνώνυμο:
  • ανθρωπιστική
  • ,
  • ανθρωπιστικόσ

3. Pertaining to or concerned with the humanities

  • "Humanistic studies"
  • "A humane education"
    synonym:
  • humanist
  • ,
  • humanistic
  • ,
  • humane

3. Αφορά ή ασχολείται με τις ανθρωπιστικές επιστήμες

  • "Ανθρωπιστικές μελέτες"
  • "Ανθρώπινη εκπαίδευση"
    συνώνυμο:
  • ανθρωπιστική
  • ,
  • ανθρωπιστικόσ
  • ,
  • ανθρώπινο

4. Marked by humanistic values and devotion to human welfare

  • "A humane physician"
  • "Released the prisoner for humanitarian reasons"
  • "Respect and humanistic regard for all members of our species"
    synonym:
  • human-centered
  • ,
  • human-centred
  • ,
  • humanist
  • ,
  • humanistic
  • ,
  • humanitarian

4. Χαρακτηρίζεται από ανθρωπιστικές αξίες και αφοσίωση στην ανθρώπινη ευημερία

  • "Ανθρώπινος γιατρός"
  • "Κυκλοφόρησε τον κρατούμενο για ανθρωπιστικούς λόγους"
  • "Σεβασμός και ανθρωπιστική σεβασμός για όλα τα μέλη του είδους μας"
    συνώνυμο:
  • ανθρωποκεντρικός
  • ,
  • ανθρωπιστική
  • ,
  • ανθρωπιστικόσ