Translation meaning & definition of the word "humanism" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανθρωπισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Humanism
[Ανθρωπισμός]/hjumənɪzəm/
noun
1. The doctrine that people's duty is to promote human welfare
- synonym:
- humanitarianism ,
- humanism
1. Το δόγμα ότι το καθήκον των ανθρώπων είναι να προωθήσουν την ανθρώπινη ευημερία
- συνώνυμο:
- ανθρωπισμός
2. The doctrine emphasizing a person's capacity for self-realization through reason
- Rejects religion and the supernatural
- synonym:
- humanism ,
- secular humanism
2. Το δόγμα δίνει έμφαση στην ικανότητα ενός ατόμου για αυτοπραγμάτωση μέσω της λογικής
- Απορρίπτει τη θρησκεία και το υπερφυσικό
- συνώνυμο:
- ανθρωπισμός ,
- κοσμικός ανθρωπισμός
3. The cultural movement of the renaissance
- Based on classical studies
- synonym:
- humanism
3. Το πολιτιστικό κίνημα της αναγέννησης
- Με βάση τις κλασικές μελέτες
- συνώνυμο:
- ανθρωπισμός