Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "hum" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ατμός" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Hum

[Χιούμορ]
/həm/

noun

1. The state of being or appearing to be actively engaged in an activity

  • "They manifested all the busyness of a pack of beavers"
  • "There is a constant hum of military preparation"
    synonym:
  • busyness
  • ,
  • hum

1. Η κατάσταση της ύπαρξης ή εμφανίζεται να ασχολείται ενεργά με μια δραστηριότητα

  • "Εκδήλωσαν όλη την απασχόληση ενός πακέτου κάστορες"
  • "Υπάρχει ένα συνεχές βουητό στρατιωτικής προετοιμασίας"
    συνώνυμο:
  • απασχολητικότητα
  • ,
  • βουίζω

2. An islamic fundamentalist group in pakistan that fought the soviet union in afghanistan in the 1980s

  • Now operates as a terrorist organization primarily in kashmir and seeks kashmir's accession by pakistan
    synonym:
  • Harkat-ul-Mujahidin
  • ,
  • HUM
  • ,
  • Harkat ul-Ansar
  • ,
  • HUA
  • ,
  • Harkat ul-Mujahedeen
  • ,
  • Al Faran
  • ,
  • Movement of Holy Warriors

2. Μια ισλαμική φονταμενταλιστική ομάδα στο πακιστάν που πολέμησε τη σοβιετική ένωση στο αφγανιστάν τη δεκαετία του 1980

  • Τώρα λειτουργεί ως τρομοκρατική οργάνωση κυρίως στο κασμίρ και επιδιώκει την ένταξη του κασμίρ από το πακιστάν
    συνώνυμο:
  • Χαρκάτ-ουλ-Μουτζαχεντίν
  • ,
  • ΒΟΥ
  • ,
  • Χαρκάτ ουλ-Ανσάρ
  • ,
  • ΧΟΎΑ
  • ,
  • Χαρκάτ ουλ Μουτζαχεντίν
  • ,
  • Αλ Φαράν
  • ,
  • Κίνημα των Αγίων Πολεμιστών

3. A humming noise

  • "The hum of distant traffic"
    synonym:
  • hum
  • ,
  • humming

3. Ένας θόρυβος

  • "Το βουητό της μακρινής κυκλοφορίας"
    συνώνυμο:
  • βουίζω

verb

1. Sing with closed lips

  • "She hummed a melody"
    synonym:
  • hum

1. Τραγουδήστε με κλειστά χείλη

  • "Βυθίστηκε μια μελωδία"
    συνώνυμο:
  • βουίζω

2. Be noisy with activity

  • "This office is buzzing with activity"
    synonym:
  • hum
  • ,
  • buzz
  • ,
  • seethe

2. Να είστε θορυβώδης με τη δραστηριότητα

  • "Αυτό το γραφείο βουίζει με τη δραστηριότητα"
    συνώνυμο:
  • βουίζω
  • ,
  • βόμβος
  • ,
  • σεβασμόσ

3. Sound with a monotonous hum

    synonym:
  • hum
  • ,
  • thrum

3. Ήχος με μονότονο βουητό

    συνώνυμο:
  • βουίζω
  • ,
  • παραφυάδα

4. Make a low continuous sound

  • "The refrigerator is humming"
    synonym:
  • hum

4. Κάντε ένα χαμηλό συνεχή ήχο

  • "Το ψυγείο είναι βουητό"
    συνώνυμο:
  • βουίζω

Examples of using

A melody is not merely something you can hum.
Μια μελωδία δεν είναι απλά κάτι που μπορείς να το βουητάς.