Translation meaning & definition of the word "hull" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "ταύρος" στην ελληνική γλώσσα
Hull
[Χαλ]noun
1. Dry outer covering of a fruit or seed or nut
- synonym:
- hull
1. Ξηρό εξωτερικό κάλυμμα ενός καρπού ή ενός σπόρου ή ενός καρπού
- συνώνυμο:
- αναβοσβήνω
2. Persistent enlarged calyx at base of e.g. a strawberry or raspberry
- synonym:
- hull
2. Επίμονο διευρυμένο κάλυκα στη βάση π.χ. μια φράουλα ή βατόμουρο
- συνώνυμο:
- αναβοσβήνω
3. United states naval officer who commanded the `constitution' during the war of 1812 and won a series of brilliant victories against the british (1773-1843)
- synonym:
- Hull ,
- Isaac Hull
3. Ο αξιωματικός του ναυτικού των ηνωμένων πολιτειών που διοικούσε το `σύνταγμα'' κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1812 κέρδισε μια σειρά λαμπρών ν ν ν ν ν ν ν ν ν ν ν ν ν (17777333-1-173-1843
- συνώνυμο:
- Χαλ ,
- Ισαάκ Χαλ
4. United states diplomat who did the groundwork for creating the united nations (1871-1955)
- synonym:
- Hull ,
- Cordell Hull
4. Διπλωμάτης των ηνωμένων πολιτειών που έκανε τη βάση για τη δημιουργία των ηνωμένων εθνών (1871-1955)
- συνώνυμο:
- Χαλ ,
- Κόρντελ Χαλ
5. A large fishing port in northeastern england
- synonym:
- Hull ,
- Kingston-upon Hull
5. Ένα μεγάλο αλιευτικό λιμάνι στη βορειοανατολική αγγλία
- συνώνυμο:
- Χαλ ,
- Κίνγκστον-απόν Χουλ
6. The frame or body of ship
- synonym:
- hull
6. Το πλαίσιο ή το σώμα του πλοίου
- συνώνυμο:
- αναβοσβήνω
verb
1. Remove the hulls from
- "Hull the berries"
- synonym:
- hull
1. Αφαιρέστε τα κύτη από
- "Πιάσε τα μούρα"
- συνώνυμο:
- αναβοσβήνω