Translation meaning & definition of the word "hugging" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγκάλιασμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hugging
[Αγκαλιάζω]/həgɪŋ/
noun
1. Affectionate play (or foreplay without contact with the genital organs)
- synonym:
- caressing ,
- cuddling ,
- fondling ,
- hugging ,
- kissing ,
- necking ,
- petting ,
- smooching ,
- snuggling
1. Στοργικό παιχνίδι (ή ερωτικά παιχνίδια χωρίς επαφή με τα γεννητικά όργανα)
- συνώνυμο:
- χαϊδεύω ,
- αγκαλιάζω ,
- αγαπώ ,
- αγκάλιασμα ,
- φιλιά ,
- λαιμό ,
- πετάω ,
- απατώ
Examples of using
They are hugging and kissing.
Αγκαλιάζουν και φιλιούνται.