Translation meaning & definition of the word "hugger" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγκάλιασμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hugger
[Χάγκερ]/həgər/
noun
1. A person who hugs
- synonym:
- hugger
1. Ένας άνθρωπος που αγκαλιάζει
- συνώνυμο:
- αγκάλιασμα