Translation meaning & definition of the word "hug" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αγκαλιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hug
[Αγκαλιά]/həg/
noun
1. A tight or amorous embrace
- "Come here and give me a big hug"
- synonym:
- hug ,
- clinch ,
- squeeze
1. Μια σφιχτή ή ερωτική αγκαλιά
- "Έλα εδώ και δώσε μου μια μεγάλη αγκαλιά"
- συνώνυμο:
- αγκαλιάζω ,
- στερεό ,
- συμπιέζω
verb
1. Squeeze (someone) tightly in your arms, usually with fondness
- "Hug me, please"
- "They embraced"
- "He hugged her close to him"
- synonym:
- embrace ,
- hug ,
- bosom ,
- squeeze
1. Συμπιέστε (αιμον) σφιχτά στα χέρια σας, συνήθως με αγάπη
- "Αγκάλιασέ με, σε παρακαλώ"
- "Αγκάλιασαν"
- "Την αγκάλιασε κοντά του"
- συνώνυμο:
- αγκαλιάζω ,
- βόσομαι ,
- συμπιέζω
2. Fit closely or tightly
- "The dress hugged her hips"
- synonym:
- hug
2. Ταιριάζει στενά ή σφιχτά
- "Το φόρεμα αγκάλιασε τους γοφούς της"
- συνώνυμο:
- αγκαλιάζω
Examples of using
I need a hug.
Χρειάζομαι μια αγκαλιά.
Give her a hug.
Δώστε της μια αγκαλιά.
Give Brian a big hug for me!
Δώσε μου μια μεγάλη αγκαλιά στον Μπράιαν!