Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "huff" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μανούλα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Huff

[Μανιτάρι]
/həf/

noun

1. A state of irritation or annoyance

    synonym:
  • huff
  • ,
  • miff
  • ,
  • seeing red

1. Κατάσταση ερεθισμού ή ενόχλησης

    συνώνυμο:
  • αποστομωμένοσ
  • ,
  • ανακατεύω
  • ,
  • βλέποντας κόκκινο

verb

1. Inhale recreational drugs

  • "The addict was snorting cocaine almost every day"
  • "The kids were huffing glue"
    synonym:
  • huff
  • ,
  • snort

1. Εισπνεύστε ψυχαγωγικά ναρκωτικά

  • "Ο εξαρτημένος ήταν κοκαΐνη σχεδόν κάθε μέρα"
  • "Τα παιδιά απορροφούσαν κόλλα"
    συνώνυμο:
  • αποστομωμένοσ
  • ,
  • αποπνέω

2. Blow hard and loudly

  • "He huffed and puffed as he made his way up the mountain"
    synonym:
  • puff
  • ,
  • huff
  • ,
  • chuff

2. Φυσήξτε δυνατά και δυνατά

  • "Και φούσκωσε καθώς έφτιαξε το δρόμο του προς το βουνό"
    συνώνυμο:
  • φούσκα
  • ,
  • αποστομωμένοσ
  • ,
  • τσαμπάνι