Translation meaning & definition of the word "hud" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γυναικείο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hud
[Χουντ]/həd/
noun
1. The united states federal department that administers federal programs dealing with better housing and urban renewal
- Created in 1965
- synonym:
- Department of Housing and Urban Development ,
- Housing and Urban Development ,
- HUD
1. Ομοσπονδιακό τμήμα των ηνωμένων πολιτειών που διαχειρίζεται ομοσπονδιακά προγράμματα που ασχολούνται με καλύτερη στέγαση και αστική ανανέωση
- Δημιουργήθηκε το 1965
- συνώνυμο:
- Τμήμα Στέγασης και Αστικής Ανάπτυξης ,
- Στέγαση και Αστική Ανάπτυξη ,
- ΧΟΥΝΤ