Translation meaning & definition of the word "huckleberry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φραγκοστάφυλο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Huckleberry
[Βατόμουρο]/həkəlbɛri/
noun
1. Any of various dark-fruited as distinguished from blue-fruited blueberries
- synonym:
- huckleberry
1. Οποιοδήποτε από τα διάφορα σκούρα φρουτώδη όπως διακρίνεται από τα μπλε φρουτώδη βατόμουρα
- συνώνυμο:
- βατόμουρο
2. Any of several shrubs of the genus gaylussacia bearing small berries resembling blueberries
- synonym:
- huckleberry
2. Οποιοσδήποτε από τους πολλούς θάμνους του γένους φέρει μικρά μούρα που μοιάζουν με μύρτιλα
- συνώνυμο:
- βατόμουρο
3. Blue-black berry similar to blueberries and bilberries of the eastern united states
- synonym:
- huckleberry
3. Μπλε-μαύρο μούρο παρόμοιο με τα βατόμουρα και τα μύρτιλλα των ανατολικών ηνωμένων πολιτειών
- συνώνυμο:
- βατόμουρο