Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "howl" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πώς" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Howl

[Ουρλιάζω]
/haʊl/

noun

1. A long loud emotional utterance

  • "He gave a howl of pain"
  • "Howls of laughter"
  • "Their howling had no effect"
    synonym:
  • howl
  • ,
  • howling
  • ,
  • ululation

1. Μια μακρά δυνατή συναισθηματική ομιλία

  • "Έδωσε μια κραυγή πόνου"
  • "Φωτογραφίες γέλιου"
  • "Το ουρλιαχτό τους δεν είχε κανένα αποτέλεσμα"
    συνώνυμο:
  • ουρλιάζω
  • ,
  • ωδίωξη

2. The long plaintive cry of a hound or a wolf

    synonym:
  • howl

2. Η μακρά κραυγή ενός κυνηγόσκυλου ή ενός λύκου

    συνώνυμο:
  • ουρλιάζω

3. A loud sustained noise resembling the cry of a hound

  • "The howl of the wind made him restless"
    synonym:
  • howl

3. Ένας δυνατός θόρυβος που μοιάζει με την κραυγή ενός κυνηγόσκυλου

  • "Το ουρλιαχτό του ανέμου τον έκανε ανήσυχο"
    συνώνυμο:
  • ουρλιάζω

verb

1. Emit long loud cries

  • "Wail in self-pity"
  • "Howl with sorrow"
    synonym:
  • howl
  • ,
  • ululate
  • ,
  • wail
  • ,
  • roar
  • ,
  • yawl
  • ,
  • yaup

1. Εκπέμπουν μεγάλες δυνατές κραυγές

  • "Περπατώ στην αυτολύπηση"
  • "Πώς με τη θλίψη"
    συνώνυμο:
  • ουρλιάζω
  • ,
  • ωλένιο
  • ,
  • πειράζω
  • ,
  • βρυχηθμόσ
  • ,
  • ναυαγαλίζω
  • ,
  • ναυπηγεί

2. Cry loudly, as of animals

  • "The coyotes were howling in the desert"
    synonym:
  • howl
  • ,
  • wrawl
  • ,
  • yammer
  • ,
  • yowl

2. Κλάψτε δυνατά, από τα ζώα

  • "Τα κογιότ ούρλιαζαν στην έρημο"
    συνώνυμο:
  • ουρλιάζω
  • ,
  • περιπλανώμαι
  • ,
  • γιαμμέρ
  • ,
  • φωνάζω

3. Make a loud noise, as of wind, water, or vehicles

  • "The wind was howling in the trees"
  • "The water roared down the chute"
    synonym:
  • roar
  • ,
  • howl

3. Κάντε ένα δυνατό θόρυβο, όπως τον άνεμο, το νερό ή τα οχήματα

  • "Ο άνεμος ούρλιαζε στα δέντρα"
  • "Το νερό κατέβηκε από την υδατόπτωση"
    συνώνυμο:
  • βρυχηθμόσ
  • ,
  • ουρλιάζω

4. Laugh unrestrainedly and heartily

    synonym:
  • roar
  • ,
  • howl

4. Γέλα απεριόριστα και εγκάρδια

    συνώνυμο:
  • βρυχηθμόσ
  • ,
  • ουρλιάζω