Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "hover" into Greek language

Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αιωρείται" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Hover

[Καπελεύω]
/həvər/

verb

1. Be undecided about something

  • Waver between conflicting positions or courses of action
  • "He oscillates between accepting the new position and retirement"
    synonym:
  • hover
  • ,
  • vibrate
  • ,
  • vacillate
  • ,
  • oscillate

1. Να είστε αναποφάσιστοι για κάτι

  • Αμφισβήτηση μεταξύ αντικρουόμενων θέσεων ή μαθημάτων δράσης
  • "Ταλαντεύεται μεταξύ της αποδοχής της νέας θέσης και της συνταξιοδότησης"
    συνώνυμο:
  • αιωρούμενοσ
  • ,
  • δονείται
  • ,
  • εκκενώνω
  • ,
  • ταλαντεύω

2. Move to and fro

  • "The shy student lingered in the corner"
    synonym:
  • hover
  • ,
  • linger

2. Μετακινηθείτε προς και από

  • "Ο ντροπαλός μαθητής έμεινε στη γωνία"
    συνώνυμο:
  • αιωρούμενοσ
  • ,
  • λίντσερ

3. Hang in the air

  • Fly or be suspended above
    synonym:
  • hover

3. Κρεμάστε στον αέρα

  • Πετάξτε ή ανασταλεί από πάνω
    συνώνυμο:
  • αιωρούμενοσ

4. Be suspended in the air, as if in defiance of gravity

  • "The guru claimed that he could levitate"
    synonym:
  • levitate
  • ,
  • hover

4. Να αναστέλλεται στον αέρα, σαν να περιφρονεί τη βαρύτητα

  • "Ο γκουρού ισχυρίστηκε ότι μπορούσε να αιωρηθεί"
    συνώνυμο:
  • αιωρούμαι
  • ,
  • αιωρούμενοσ

5. Hang over, as of something threatening, dark, or menacing

  • "The terrible vision brooded over her all day long"
    synonym:
  • brood
  • ,
  • hover
  • ,
  • loom
  • ,
  • bulk large

5. Κρεμάστε, ως κάτι απειλητικό, σκοτεινό ή απειλητικό

  • "Το φοβερό όραμα της αναπτύχθηκε όλη την ημέρα"
    συνώνυμο:
  • σκούπα
  • ,
  • αιωρούμενοσ
  • ,
  • αργαλειός
  • ,
  • μαζικός