Translation meaning & definition of the word "hovel" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φτυάρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Hovel
[Χαλίκι]/həvəl/
noun
1. Small crude shelter used as a dwelling
- synonym:
- hovel ,
- hut ,
- hutch ,
- shack ,
- shanty
1. Μικρό ακατέργαστο καταφύγιο που χρησιμοποιείται ως κατοικία
- συνώνυμο:
- ανατρέπω ,
- καλύβα ,
- αποστολή ,
- αποτυχία ,
- παραφυλακτικόσ